- αλληθωριάζω
- αλληθωρίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος.ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώριασμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος … Dictionary of Greek
αλληθώριασμα — το [αλληθωριάζω] το αλληθώρισμα … Dictionary of Greek
αλληθωρίζω — και αλληθωριάζω και αλληθωρώ ισα, είμαι αλλήθωρος: Το παιδί αλληθωρίζει και πρέπει να το πάμε στο γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)